Η δομή των επιχειρήσεων συνήθως αποτελείται από λειτουργικά τμήματα ή μονάδες που συνδέονται ιεραρχικά. Επίσης, οι επιχειρήσεις διοικούνται κυρίως κάθετα, με την ευθύνη για το τελικό προϊόν/ υπηρεσία να διαμοιράζεται μεταξύ των διαφόρων τμημάτων. Ο τελικός αποδέκτης (πελάτης ή άλλο ενδιαφερόμενο μέρος) δεν έρχεται σε επαφή με όλους όσους εμπλέκονται στις διαδικασίες που προηγούνται. Κατά συνέπεια, τα προβλήματα που εμφανίζονται στη διεπιφάνεια μεταξύ των τμημάτων, και τα οποία είναι κρίσιμα για το τελικό εξερχόμενο (προϊόν/υπηρεσία), μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα και η προσοχή εστιάζεται στην επίτευξη των βραχυπρόθεσμων στόχων κάθε επί μέρους τμήματος. Αυτό οδηγεί σε μικρή ή μηδενική βελτίωση για τον τελικό αποδέκτη, αφού οι ενέργειες που γίνονται επικεντρώνονται συνήθως σε μεμονωμένες εργασίες ή δραστηριότητες, παρά στην βελτίωση της συνολικής επίδοσης της επιχείρησης.
Αντίθετα, η διεργασιοκεντρική προσέγγιση εισάγει την οριζόντια διοίκηση, διαπερνώντας τα σύνορα μεταξύ των τμημάτων και συγκεντρώνοντας την προσοχή όλων στους βασικούς στόχους της επιχείρησης. Επιπλέον, βελτιώνει την διαχείριση των διεπιφανειών μεταξύ των διεργασιών. Οι διεργασίες διαχειρίζονται ως σύστημα, προσδιορίζοντας και κατανοώντας το σύνολο των διεργασιών και των αλληλεπιδράσεών τους. Η συνεκτική εφαρμογή ενός τέτοιου δικτύου σε μια επιχείρηση καλείται συστημική προσέγγιση στη διοίκηση. Τα εξερχόμενα μιας διεργασίας μπορεί να είναι εισερχόμενα σε άλλες διεργασίες και διασυνδέονται με τις υπόλοιπες μέσα στο συνολικό σύστημα.